ρυζώ — έω, Α βλ. ῥύζω* … Dictionary of Greek
επιρρύζω — ἐπιρρύζω (Α) [ρύζω] (κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ράζω — Α 1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω 2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα τού ρύζω* και ἀράζω* (II)] … Dictionary of Greek
ρόζω — Α βλ. ῥύζω … Dictionary of Greek
ρύζημα — τὸ, Μ [ῥυζῶ] το ρουθούνισμα, το χλιμίντρισμα του αλόγου … Dictionary of Greek
τονθορισμός — και τονθορυσμός, ο, ΝΑ, και τονθρυσμός Α [τονθορίζω / τονθ(ο)ρύζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονθορίζω … Dictionary of Greek
reu-1, rēu-, rū̆ - — reu 1, rēu , rū̆ English meaning: to roar, murmur, etc.. (expr.), onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzel “brũllen, heisere Laute ausstoßen”; “brummen, murren” Material: O.Ind. rü u ti, ruváti, ravati “bellow, roar … Proto-Indo-European etymological dictionary